- αμυντικότητα
- ηη ικανότητα για άμυνα: Η αμυντικότητα της χώρας είναι τώρα αυξημένη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμυντικότητα — η [αμυντικός] ικανότητα, δύναμη για άμυνα … Dictionary of Greek
άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… … Dictionary of Greek
αμυντικός — ή, ό (Α ἀμυντικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άμυνα 2. πρόσφορος, κατάλληλος για άμυνα αρχ. 1. (για ζώα) ο πρόθυμος, έτοιμος να αποκρούσει επίθεση ή ενόχληση (αντίθ. φυλακτικός) 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντική τέχνη,… … Dictionary of Greek
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek